- καταπόδας
- βλ. καταπόδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπόδας — καταπόδα indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολουθώ — κατακολουθῶ, έω (AM) [κατακόλουθος] 1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ) 2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.) αρχ. 1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή… … Dictionary of Greek
καταποδώ — καταποδῶ, έω (Μ) ακολουθώ κάποιον καταπόδας, από πίσω, βαδίζω στα ίχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποδῶ «οδηγώ» (< πούς)] … Dictionary of Greek
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek
παραπόδας — ΝΑ επίρρ. παρά πόδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρα πόδας (πρβλ. καταπόδας)] … Dictionary of Greek